- πειθανάγκη
- ἡ, ΜΑ1. πειθώ που επιτυγχάνεται με άσκηση βίας ή απειλών, βία με το πρόσχημα πειθούς ή παράκλησης, πειθαναγκασμός («Λεύκιον... ἀπέστειλε... πειθανάγκης ἔχοντα διάθεσιν», Πολ.)2. παροιμ. «δόρυ καὶ κηρύκ(ε)ιον παροιμία ἣν ἔνιοι πειθανάγκη ν λέγουσι» — δόρυ, ως σύμβολο εξουσίας και βίας, και ράβδος τού κήρυκα, ως σύμβολο ειρηνικής διαπραγμάτευσης και πειθούς (Ζηνόβ.)3. (κατ' ευφημ.) βασανιστήρια, βασανισμός, ξυλοκόπημα4. φρ. «Λακωνική πειθανάγκη» και «Θεσσαλική πειθανάγκη» — η αναγκαστική επιλογή: ή το προσφερόμενο ή τίποτε, εξαιτίας τού πειθαναγκασμού που χρησιμοποιούσαν κατ' εξοχήν οι Λάκωνες και οι Θεσσαλοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- τού πείθω + ἀνάγκη].
Dictionary of Greek. 2013.